- δημοκατάρατος
- ος , ον проклинаемый народом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοκατάρατος — δημοκατάρατος, ον (AM) ο καταραμένος από τον λαό … Dictionary of Greek
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՊԱՐԱԿԱՆԷԾ — ( ) NBH 2 0137 Chronological Sequence: Early classical ա. δημοκαταράτος maledictus in plebe. Հրապարակաւ յամենեցունց անիծեալ. *Որ ճշդէ զցորեան, հրապարականէծ լինիցի. Առակ. ՟Ժ՟Ա. 26 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)